εὐάγωγον

εὐάγωγον
εὐάγωγος
easily led
masc/fem acc sg
εὐάγωγος
easily led
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευαγωγία — εὐαγωγία, ἡ (Α) [ευάγωγος] 1. καλή αγωγή, καλή ανατροφή, καλή εκπαίδευση 2. η ευκολία κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («εὐαγωγία ψυχῆς πρὸς λόγους», Πλάτ.) 3. ευπείθεια («κουφότης καὶ εὐαγωγία», Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”